- δημαρχεύω
- 1. είμαι δήμαρχος.2. εκτελώ χρέη δημάρχου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δημαρχεύω — βλ. πίν. 19 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δημαρχεύω — 1. εκτελώ καθήκοντα δημάρχου, αναπληρώνω τον δήμαρχο («δημαρχεύει ο πρόεδρος τού δημοτικού συμβουλίου») 2. δημαρχώ, είμαι δήμαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
δημαρχώ — δημάρχησα, δημαρχεύω: Δημαρχεί εδώ και τρία χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)